- εκβλάστημα
- το (AM ἐκβλάστημα)νέος βλαστός, βλαστάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβλάστημα — new shoot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβλαστήματα — ἐκβλάστημα new shoot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφυμα — το (AM ἔκφυμα) ιατρ. εξάνθημα, απόστημα αρχ. εκβλάστημα … Dictionary of Greek
σαρκίο — το / σαρκίον, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιο νεοελλ. 1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση τού ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» είναι δειλός β. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» είναι κοιλιόδουλος, υλιστής,… … Dictionary of Greek
στατοβλάστη — η, Ν ζωολ. χειμερινό εκβλάστημα με προστατευτικό επιδερμίδιο τών βρυοζώων τού γλυκού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. statoblast (< στατός + βλάστη)] … Dictionary of Greek
ԱՐՏԱԲՈՅՍ — (բուսոյ.) NBH 1 0376 Chronological Sequence: 6c գ. ἑκβλάστημα germen Բոյս արտաքս ելեալ. ընձիւղ. բողբոջ. ծնունդ վերաբուսեալ. *Վայրի դալարին (է իմանալին՝) արտաբոյս մտացն. իսկ խոտն՝ զգալին, անասո՛ւն հոգւոյն եւ այս բոյս է. Փիլ. այլաբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)